ρυτιδώνω

ρυτιδώνω
ῥυτιδῶ, -όω, ΝΑ [ῥυτίς, -ίδος]
(μτβ.) προξενώ ρυτίδωση σε κάποιον ή σε κάτι, ζαρώνω κάποιον ή κάτι
αρχ.
μτφ. κατηγορώ κάποιον ψευδώς και κακοβούλως, διαβάλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρυτιδώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, σχηματίζω ρυτίδες, ζαρώνω, σουφρώνω: Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο. – Το αεράκι μόλις ρυτίδωνε την επιφάνεια της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαξύω — (Α διαξύω) [ξύω] αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια αρχ. κατατεμαχίζω, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ρυσώ — (I) άω, Α [ῥυσός] ρυτιδώνομαι, γεμίζω ζάρες, ζαρώνω. (II) όω, ΜΑ [ῥυσός] 1. (μτβ.) σχηματίζω ρυτίδες σε μια επιφάνεια, ζαρώνω, ρυτιδώνω 2. (η μτχ. θηλ. πληθ. παθ. παρακμ.) αἱ ῥερυσωμέναι (για τις χελώνες) αυτές που έχουν ρυτιδωμένο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • ρυτίδωμα — ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ [ῥυτιδῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα νεοελλ. βοτ. το ξηρόφλοιο …   Dictionary of Greek

  • ρυτίζω — Μ [ῥυτίς, ίδος] ρυτιδώνω, ζαρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • σουφρώνω — Ν 1. (μτβ. και αμτβ.) πτυχώνω, ζαρώνω, ρυτιδώνω 2. μτφ. κλέβω με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούφρα. Η άποψη ότι ο τ. σουφρώνω < συνοφρυῶ / ώνω δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”